- ἐπιτοξεύω
- ἐπιτοξ-εύω,=foreg.,A
τινί D.C.68.31
;ταῖς τῶν ὀμμάτων βολαῖς Aristaenet.1.1
: abs., Agath. 5.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί D.C.68.31
;ταῖς τῶν ὀμμάτων βολαῖς Aristaenet.1.1
: abs., Agath. 5.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτοξεύω — ἐπιτοξεύω (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου («Ἔρως ἐπαίδευσε τήν ἐρωμένην ἐπιτοξεύειν ταῑς τῶν ὀμμάτων βολαῖς», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek
ἐπιτοξεύειν — ἐπιτοξεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτοξεύοντες — ἐπιτοξεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτοξεύσας — ἐπιτοξεύσᾱς , ἐπιτοξεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτοξεύσασα — ἐπιτοξεύσᾱσα , ἐπιτοξεύω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)